- ἐφιππαζομένην
- ἐφιππάζομαιride a tilt atpres part mp fem acc sg (attic epic ionic)ἐφιππάζομαιride a tilt atpres part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφιππάζομαι — ἐφιππάζομαι (Α) 1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι 2. ιππεύω 3. τρέχω έφιππος 4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι] … Dictionary of Greek